συγκαταψηφισαμένου

συγκαταψηφισαμένου
συγκαταψηφίζομαι
condemn with
aor part mp masc/neut gen sg
συγκαταψηφίζομαι
condemn with
aor part mid masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκαταψηφίζομαι — Α 1. καταδικάζω και εγώ κάποιον με την ψήφο μου («λέγεται δ ὁ Τιμοκρέων ἐπὶ μηδισμῷ φυγεῑν συγκαταψηφισαμένου τοῡ Θεμιστοκλέους», Πλούτ.) 2. συγκαταλέγομαι, συμπεριλαμβάνομαι με εκλογή («συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”